- συνανακάμπτω
- Α [ἀνακάμπτω]1. επανέρχομαι μαζί με άλλον2. πηγαίνω μπρος πίσω μαζί με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek